γαλβανισμός

γαλβανισμός
ο και γαλβάνισμα, το
διεργασία κατά την οποία πραγματοποιείται επικάλυψη ενός σιδηρούχου συνήθως μετάλλου με στρώμα ψευδαργύρου για να προστατευθεί από τη διάβρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαλβανισμός — ο 1. η γαλβάνιση, η επιψευδαργύρωση. 2. η χρησιμοποίηση του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος για θεραπευτικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλβάνιση — η ο γαλβανισμός …   Dictionary of Greek

  • γαλβάνιση — η ο γαλβανισμός, η επιμετάλλωση, η επιψευδαργύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”